Δεκέμβριος 20, 2024

Το Φλεβαριάτικο χιονόβροχο μαστιγώνει τα κεραμίδια του μοναστηριού της Φανερωμένης. Ο αέρας ουρλιάζει σαν δαιμονισμένος ανάμεσα στα πεύκα. Χυμάει στην αυλή. Βροντάει τα παραθύρια. Τραντάζει την ξύλινη πόρτα, όπως ο φυλακισμένος τις αλυσίδες του, λες και παλεύει να την γκρεμίσει. Ύστερα ξαφνικά κοπάζει. Γλυκαίνει. Χτυπάει την πόρτα σιγανά, τρυφερά, σαν επισκέπτης που θέλει να μπει για να προσκυνήσει.

Παραδίπλα, στο χαμόσπιτο του ηλικιωμένου ζευγαριού που φροντίζει τον ναό, η φλόγα του λυχναριού τρεμοπαίζει, σαν φοβισμένη ψυχούλα κατά την ώρα της Κρίσεως. Αχνοφαίνεται στο μισοσκόταδο το φτωχικό νοικοκυριό: η πυροστιά, μια μεγάλη γανωμένη πνιάτα πάνω στον πάγκο, τρία ραγισμένα πιάτα, μια τσίγκινη βρύση στον τοίχο, από κάτω μια λεκανίτσα για τα νερά, και μια τριμμένη αλλά πεντακάθαρη πετσέτα κρεμασμένη από ένα καρφί. Η γάτα, κουλουριασμένη στην γωνιά, έχει χωμένη την μυτίτσα της κάτω απ’ το μπροστινό της ποδαράκι. Ο μπαρμπα-Αποστόλης κι η θεια-Γιάννα κοιμούνται βαθιά τυλιγμένοι στις κουρελούδες τους. Η φωτιά καίει ακόμα. Ένα κούτσουρο λαμπαδιάζει, κι η μεγάλη πορτοκαλιά φλόγα φωτίζει το προσωπάκι του μικρού ανιψιού τους, που κοιμάται γαλήνια στο ζεστό του σάγιασμα. Πάλι απόψε θα ονειρεύεται την Αφρική κι έναν τεράστιο ήλιο, ζεστό σαν καρβέλι, στον ουρανό. Τριγύρω λιμασμένα μαυράκια.

Ο πατέρας του φτάνει στο σπίτι απ’ την δουλειά, κρατώντας γελαστός ένα ολόχρυσο μαχαίρι. Το βάζει στο χέρι του και λέει: «Έλα, μοίρασε τον ήλιο στα παιδιά!» Και κόβει, κόβει ηλιοφέτες με την ψυχή του και δίνει στα λιμασμένα μαυράκια. Και ξαφνικά, ένα σύννεφο κρύβει τον ήλιο κι αρχίζει να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος. Σηκώνεται σκόνη από την έρημο, και τα μάτια του τσούζουν και κλαίει…

Μεσάνυχτα ξύπνησε με το προσωπάκι του λουσμένο στα δάκρυα. Α, πόσα παρόμοια ονείρατα έβλεπε ο μικρός Ηλίας! Πόσες φορές δεν νοστάλγησε την ζεστή αγκαλιά του πατέρα, που από τεσσάρων χρονών την στερήθηκε, σαν εκείνος έφυγε μετανάστης στην Αφρική, κι από τότενες δεν ματαγύρισε…

Κι η μανούλα έκλαψε, ματάκλαψε, στέγνωσαν πια τα ματάκια της. Πήρε την αγκλιδέρα κι ανέβηκε στην ελιά, σαν άντρας! Έπιασε το τσαπί κι έσκαψε τ’ αμπέλι. Φορτώθηκε –πάνω απ’ τα βάσανά της – το δεμάτι με το πρινάρι, το κουβάλησε στο σπίτι απ’ το λόγγο. Και τα χεράκια της γιομίσανε σκλήθρες. Και καντήλες, πιο μεγάλες απ’ της κυρά Φανερωμένης.

Μα την σπλαχνίστηκε ο δεσπότης και την πήρε κοντά του στην Μητρόπολη. Καλά τα τετραβάγγελα και οι μετάνοιες, αλλά ήθελε κι αυτός έναν άνθρωπο να τον φροντίζει τώρα στα γεράματα. Και το παιδάκι της το ’στειλε στους συγγενήδες της, στους φύλακες του ναού, στην Κυρούλα δίπλα. Τι δίπλα, στην αγκαλιά Της το ’στειλε!

Κεριά και λιβάνια ήταν τα παιγνίδια του. Οι Γραφές, τα βιβλία του. Οι άγριες μορφές των ασκητών, δάσκαλοί του. Οι φιγούρες των Αγίων και των αγγέλων, οι φίλοι του. Ψωμί του, ο Άρτος και το Πρόσφορο. Όταν θέλει να τραγουδήσει, ψάλλει. Κι όταν ψάλλει, κλαίει…

Ο ήλιος βασιλεύει, σαν τον Θεό στους ουρανούς. Δυο απαλότατα σύννεφα τον πλαισιώνουν, λες κι είναι οι ολομέταξες φτερούγες των Αρχαγγέλων. Τα νερά της Γύρας πορφυρά, όπως το αίμα του Εσταυρωμένου. Μέσα στο σύθαμπο, ο μικρός Ηλίας κοιτάζει τους θησαυρούς που συγκέντρωσε πάνω στο ταβάνι: ένα σπάνιο Ευαγγέλιο, χειρόγραφα με τριμμένες σελίδες, εικόνες ξεθωριασμένες… Παλιά κειμήλια της Φανερωμένης ανεβασμένα εδώ, στον ξύλινο ουρανό του, για να τα γλυτώσει απ’ τους επιτήδειους, που τριγυρίζουν στον ναό με μάτι που γυαλίζει απ’ την απληστία. Τα τυλίγει προσεκτικά με νάιλον, τα δένει με σπάγκο και σκέφτεται: «Κάποτε… θα γίνω μοναχός, θα φκιάξω ένα ωραίο Μουσείο και θα τα βάλω μέσα. Θα ’ρχεται κόσμος πολύς, απ’ την άκρη του κόσμου, να τα θαυμάζει. Και δεν θα παντρευτώ ποτέ, Φανερωμένη μου! Εσένα θ’ αγαπώ περισσότερο κι απ’ την ζωή μου! Και θα μείνω για πάντα κοντά σου! Στ’ ορκίζομαι, να, μα τον Θεό!»

Ο μικρός Ηλίας μεγάλωσε, πήγε σχολείο, γράφτηκε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή.

Φοίτησε για λίγο στην Γεωργική Σχολή «Αδαμάντιος» στην Πάτρα, αλλά δεν την τελείωσε ποτέ – άλλου είδους σπόρο ήθελε να καλλιεργήσει εκείνος. Κατόπιν εισήχθη στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Κι αργότερα, έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών – η ψυχή του ανηφόριζε ολοένα…

Τα χρόνια πέταξαν γοργά, σαν χελιδόνια που γυρίζουν απ’ την Αραπιά…

Μια μέρα πριν καρεί μοναχός στην Ιερά Μονή Φανερωμένης, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος, έρχεται αντιμέτωπος με τον τελευταίο πειρασμό: Επιστρέφει ο πατέρας του απ’ την Αφρική, ύστερα από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια! Η επαφή τους όλο αυτό το διάστημα της απουσίας ήταν μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Δεν ήρθε γι’ αυτόν. Τυχαία βρέθηκε εκείνον τον καιρό στην Λευκάδα. Μαθαίνει για τον γιο του και προσπαθεί να τον μεταπείσει.

Τα λόγια που του είπε δεν θα διέφεραν και πολύ από τούτα: «Έβγαλα λεφτά εκεί κάτω. Ποιος θα με κληρονομήσει; Μπορώ να σου εξασφαλίσω μια άνετη ζωή, όσα στερήθηκες θα ’ναι δικά σου. Για σένα ξενιτεύτηκα. Σκέψου τι πας να κάνεις. Ίσως πήρες την απόφαση αυτή από απελπισία. Τώρα όμως γύρισα, είμαι κοντά σου. Είσαι ο γιος μου. Είμαι ο πατέρας σου. Μην φορέσεις το ράσο, π α ι δ ί μ ο υ!»

Ετούτη εδώ την λέξη, πόσο την είχε στερηθεί, απ’ αυτά τα χείλη, ο αυριανός μοναχός Νικηφόρος! Σήμερα όμως εξακολουθούσε να είναι ο Ηλίας, περιβάλλονταν το ευπαθές χιτώνιο των εγκοσμίων, και ίσως η πατρική αγκαλιά, που τόσο μαρτυρικά αποζητούσε από παιδί, έφτανε να γκρεμίσει απ’ την ουράνια σκάλα όλα τα μοναχικά όνειρά του…

(απόσπασμα από το διήγημα "Μοναχός Νικηφόρος" που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Δημήτρη Σολδάτου "Λευκαδίτικα διηγήματα" και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις fagoto books.)