Για ένα μήνα η Λευκάδα, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Θεόδωρου Στάμου, είχε τη χαρά να φιλοξενεί τη μεγάλη αφιερωματική έκθεση με έργα του ζωγράφου, της σειράς «Λευκάδα». Τα έργα ανήκουν στη συλλογή του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά.
Δε γνωρίζω πόσος κόσμος πέρασε από την έκθεση, ελπίζω ωστόσο να έκαναν αυτό το δώρο στον εαυτό τους πολλοί Λευκαδίτες. Μια έκθεση που δε χάρηκε όσο ζούσε ο μεγάλος ζωγράφος κι ήταν ίσως ένα μεγάλο μαράζι του, όπως και το ότι η πόλη του δεν τον θεώρησε άξιο να τον ανακηρύξει επίτιμο δημότη της. Ένας συντοπίτης μας που έρχεται ανά διαστήματα στην επικαιρότητα για τους πίνακές του που κοσμούν γραφεία της Βουλής, πολιτικών, ακόμη και πρωθυπουργών, που υπάρχει σε μεγάλες ιδιωτικές συλλογές, ένας πρωτοπόρος του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού στις ΗΠΑ, που στο νησί του όμως, λίγοι ξέρουν τα έργα του κι ακόμη λιγότεροι ξέρουν για τη ζωή του.
Συζητώντας πρόσφατα με συγχωριανό του Στάμου, μου έλεγε για την απαξίωση που του έδειχναν ακόμη και οι άνθρωποι του χωριού του αποκαλώντας τον υποτιμητικά «ο γύφτος». Δεν πήγα παραπέρα την κουβέντα. Ο μικροεπαρχιωτισμός, ο υποβόσκων ρατσισμός, η αδυναμία να προσεγγίσουμε έναν άνθρωπο -έστω δύσκολου χαρακτήρα-, η άγνοιά μας για την ποιότητα και το μέγεθος του έργου του, απλά μεγαφωνούν πόσο υπολειπόμαστε ακόμη από το όραμα μιας τοπικής κοινωνίας, που ο πολιτισμός της δε θα είναι μια λέξη κενού –ή κατά περιπτώσεις ευκαιριακού- νοήματος.
Πριν από περίπου 20 χρόνια, οι εκδόσεις Fagotto κυκλοφόρησαν το βιβλίο του Φοίβου Πιομπίνου για τον Στάμο «Στάμος, μια μαρτυρία για τον ζωγράφο». Δεν είναι ακριβώς μια βιογραφία του μεγάλου δημιουργού, δεν είναι και μια μυθοπλασία του συγγραφέα. Είναι αυτό που λέει και στον τίτλο του το βιβλίο: μια μαρτυρία. Με τα δυνατά της και τα συναισθηματικά της σημεία, με τον υποκειμενισμό της αλλά και το zoom out της ματιάς του γράφοντος. Κι έτσι πρέπει να διαβάζεται. Είναι ένα εργαλείο για τον ιστορικό της τέχνης αλλά ταυτόχρονα και μερικές σελίδες τόσο σημαντικές για την ιστορία αυτού του τόπου. Γιατί εκεί μετριόμαστε στο βάθος των αιώνων όταν γυρνάμε το κεφάλι να κοιτάξουμε πίσω: στα λόγια, τα βήματα, τα χρώματα και τις λέξεις των ποιητών, των ζωγράφων, των μουσικών, των ανθρώπων που πήραν τον ίδιο τον άνθρωπο απ’ το χέρι και τον πήγαν με την τέχνη τους λίγο παρακάτω. Κι ο Στάμος, ο Νεοϋορκέζος με τη Λευκάδα μέσα του, έκανε αυτό και για τον τόπο του και για τον κόσμο όλο.
Γράφει ο Φοίβος Πιομπίνος σε κάποιο σημείο του βιβλίου ότι ο Στάμος «ήταν άνθρωπος του φωτός, και το σκοτάδι του ήταν αδιανόητο. Φοβόταν το θάνατο, επειδή φοβόταν το σκοτάδι, κι ας έδινε διαφορετική εντύπωση». Η βόλτα στην έκθεση, νομίζω έδωσε και στο πιο άμαθο μάτι αυτή την αίσθηση. Τα χρώματα των πινάκων του Στάμου είναι φως, ουρλιάζουν φως, υπάρχουν στο φως. Τα κλειστά παντζούρια της ζωής ενός ανθρώπου, δε σημαίνουν και προσωπικά σκοτάδια.
Ωστόσο, ο Στάμος δεν ήταν μόνο τα χρώματά του. Κι άλλοι ζωγράφισαν με ωραία, παραπάνω από ωραία χρώματα. Όταν όμως έξυνες την επιφάνεια, τι έβρισκες από κάτω; Εκεί ήταν και είναι πάντα το θέμα. «Γιατί το να κάνεις ωραία πραματάκια με το χρώμα δεν φτάνει, αν δεν προχωράς τα πράγματα», έλεγε ο ίδιος. Θεωρούσε πως εκείνο που καταξιώνει τη ζωγραφική είναι η μαγεία. «Γιατί αυτό που κάνει η ζωγραφική είναι να δημιουργεί μαγεία. Αν δεν δημιουργεί μαγεία, δεν αξίζει τίποτα. Η μαγεία είναι αυτή που μετουσιώνεται ζωγραφικά στον καμβά».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου, πάλι όταν έρχεται το θέμα της σημαντικότητας ενός έργου, ο ίδιος απαντά αφοπλιστικά: «Το μεγάλο έργο δεν εξηγείται με λόγια. Άμα βλέπεις ένα έργο, ξέρεις πως είναι σημαντικό, όπως ξέρεις επίσης πως δεν είναι σημαντικό κάποιο άλλο παραδίπλα. Σου δίνει μια καμπανιά κατακέφαλα το σημαντικό έργο. Το παν είναι να έχει να πει κάτι ένα έργο».
Και λίγο παρακάτω, φωτίζοντας τις ρίζες των έργων του λέει: «Τα έργα μου κρατάνε κάτι από το ελληνικό φως, αλλά πιο πολύ κρατάνε κάτι το μυστηριώδες, έχουν κάτι το μεταφυσικό που είναι πολύ ελληνικό, κάτι από την ελληνική μεταφυσική».
Συνδύασα το βιβλίο με την έκθεση. Τα συνδύασα περπατώντας πια κι εγώ στην πόλη που επέστρεψε και έζησε ως το τέλος του ο Στάμος. Ένιωσα έναν άνθρωπο πικραμένο, έναν άνθρωπο που έφτασε στην κορυφή της παγκόσμιας τέχνης και παραγκωνίστηκε έπειτα για λόγους όχι καλλιτεχνικούς. Ένιωσα έναν άνθρωπο που αγαπούσε τα λίγα λόγια και τους καλούς φίλους, το σκυλί του και το φυσικό φως της χώρας του, του νησιού του. Μπορεί σε κάποιο μέλλον ένας φωτισμένος δήμαρχος, να στήσει ένα μόνιμο μουσείο Θεόδωρου Στάμου στην οικεία του, μπορεί και να μην υπάρξει ποτέ αυτό. Όπως και να ‘χει όμως, το έργο του, όπως κλείνει το βιβλίο του κι ο Πιομπίνος, «θα μαρτυρεί αδιάψευστα και καλύτερα από οτιδήποτε άλλο γι’ αυτόν και θα διασώζει τη μνήμη του περάσματός του από τούτο τον κόσμο».
*Τα πλάγια γράμματα του κειμένου είναι αποσπάσματα από το βιβλίο: «Στάμος, μια μαρτυρία για τον ζωγράφο», Φοίβος Πιομπίνος, εκδόσεις Fagotto.