Κείμενο/φωτογραφίες: Δημήτρης Βεργίνης
Είναι εκεί, προς το τέλος Οκτώβρη με τις πρώτες βδομάδες του Νοέμβρη που η φύση γίνεται ροζ. Είναι τότε που οι ελαιώνες μετατρέπονται σε κυκλαμινοχώραφα.
Θυμάμαι παιδάκι ήμουνα, δεν πήγαινα ακόμη στο δημοτικό, που ακολουθούσα τον παππού μου στα χωράφια. Πιο πολύ το έκανα για τη βόλτα με τον γάιδαρο, η οποία όσο πιο μακριά ήταν τόσο καλύτερα. Η φύση τριγύρω από τους Τσουκαλάδες οργίαζε. Σώματα, Καμίνια, Άη Γιώργης, Υχτούμπους, Σπαθαριές παντού πράσινο, χορτάρι βρεγμένο και… κυκλάμινα. Ελευθερία ήταν για μένα αυτές οι βόλτες. Μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα, σχεδόν χωρίς σκέψη, χωρίς κανένα φόβο. Ή μάλλον εκτός από έναν: μη με δει ο παππούς μου να κόβω κυκλάμινα!
Γιατί, θα αναρωτηθείτε. Είχε ο παππούς μου κανένα φετίχ με αυτά τα πανέμορφα λουλούδια; Δεν ήθελε ο εγγονός του να κόβει λουλούδια; Όχι βέβαια. Λίγο καιρό αργότερα μάλιστα, σχεδόν ήταν επιβεβλημένο να κόβω φυστίνες (μανουσάκια) να τις πηγαίνω για το ανθοδοχείο στο σπίτι. Τα πράγματα με τα κυκλάμινα ήταν πιο απλά και ταυτόχρονα πιο περίπλοκα. Τουλάχιστον για το παιδικό μου μυαλό.
Λέγανε, λοιπόν, οι παλιοί στο χωριό μου ότι αν κόψεις κυκλάμινα τέτοια εποχή από τα χωράφια, θα ξινίσει το κρασί που έχεις στο κατώι κι ωριμάζει! Δεν ξέρω αν απλά ήταν μια δεισιδαιμονία ή με αυτόν τον τρόπο κάποιοι, πιο παλιοί κι απ’ τους παλιούς, εξασφάλισαν ότι κανείς δε θα χαλάει αυτή την ομορφιά που κατακλύζει τη φύση ετούτη την εποχή. Για ‘μένα ήταν μια ακατανόητη σύνδεση, που η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έπαιρνα τα ρίσκα μου κι έκοβα μερικά στα κρυφά, για να τη δοκιμάσω. Κι όταν στο τέλος του μήνα, βράδυ του Αγίου Ανδρέα, ο παππούς μου άνοιγε το πρώτο βαρέλι, περίμενα με αγωνία να δω έκφραση, να καταλάβω διάθεση. Η ζαβολιά μου είχε πάει κατευθείαν τα κακά βακτήρια στα βαρέλια μας ή είχαν ξεστρατίσει στο δρόμο και τη γλιτώναμε;
Να πω την αλήθεια , τόσα χρόνια μετά, δε το ψάχνω παραπάνω. Δε με απασχολεί. Το ακολουθώ. Και για το κρασί και -κυρίως- για την ομορφιά. Γλυκό το κρασί, ροζ τα χωράφια. Έτσι πρέπει κι έτσι γίνεται.