Κολατσιό στις ελιές
Παλιά, το μάζεμα της ελιάς ήταν πολύ κουραστικό. Κάτω από τις ελιές το έδαφος ήταν ανώμαλο, ο τόπος γεμάτος λιθιές, κοκάλωναν από το κρύο τα δάχτυλα για να μαζέψουν τις ελιές. Όλη τη μέρα μέχρι να σκοτεινιάσει μάζευαν. Και πολλές φορές έφταναν ως το Πάσχα για να τελειώσουν. Στις δύσκολες εποχές έπαιρναν μαζί τους λίγο ψωμί κι ένα γυαλάκι με λάδι. Όταν πέρασαν τα δύσκολα, έπαιρναν κάτι παραπάνω: σαρδέλες αρμυρές, ελίτσες, κανένα αυγό ή κανένα τηγανητό ψαράκι, ακόμα και λίγο σαβόρο όταν υπήρχε.
Η δουλειά ήταν πολύ κουραστική, είχαν ανάγκη το φαγητό, αλλά ήταν όλη την ώρα διπλωμένες στα δύο, σκυφτές-δεν μπορούσαν να φάνε πολύ ούτε βέβαια κάτι βαρύ.
Η ελιά του Αγίου
«Μπορούσε να τάξει κανείς σ' έναν άγιο ή στην Παναγία μία ελιά. Ήταν μέσα σε λιοστάσι, αλλά ήξεραν όλοι ότι αυτή η ελιά ανήκει εκεί. Μάζευαν τις ελιές, και το λάδι πήγαινε στην εκκλησία όπου ανήκει η ελιά.
» Εγώ αγόρασα ένα λιοστάσι κάτω κοντά στη θάλασσα, και μου είπε ο πωλητής ότι αυτή η ελιά είναι του Αγίου Ταξιάρχη και, αν θέλω να την πάρω κι αυτήν, έπρεπε να τη ζητήσω από τον παπά. Πήγα πραγματικά, πλήρωσα στην εκκλησία ό,τι μου ζήτησαν κι έτσι πήρα κι αυτήν την ελιά. Αυτός ήταν και ο σκοπός αυτού του δώρου που έκανε ο κόσμος, να ωφεληθεί η εκκλησία.
» Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που γονείς ή συγγενείς έκαναν δώρο μία ελιά σε ένα παιδί τους, η οποία βρισκόταν σε αλλουνού λιοστάσι».
Μαρτυρία Ρίνας Σκληρού, από το Μαραντοχώρι
Της ελιάς το «διάφορο»
Όλο το νησί ανέκαθεν είχε πολλές ελιές. Υπάρχουν δέντρα πολλών εκατοντάδων, κι ακόμη πέρα, ετών. Οι Ενετοί, που χρειάζονταν το λάδι, υποστήριζαν την καλλιέργεια της ελιάς και έδιναν βραβεία σ' αυτούς που κέντρωναν τις ελιές. Μπορούσε κάποιος να κεντρώσει ελιά μέσα σε ξένο χωράφι και αυτή γινόταν δική του. Και σήμερα υπάρχουν τέτοιες ελιές μέσα σε ξένο κτήμα.
Κώστας Πάλμος, Τα Μεγανησιώτικα
Εκδόσεις Αγράμπελη, Αθήνα 1992
Το λιτρουβειό
Περνούσαμε έξω από το λιτρουβειό, ένα πέτρινο σκοτεινό κτήριο, που μύριζε μούργα από μακριά και αυτή την εποχή ήταν στις δόξες του. Άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, φορτωμένα με σακιά και κοφίνια γεμάτα ελιές, περίμεναν να ξεφορτώσουν. Ένα πλήθος ανθρώπων έμπαιναν κι έβγαιναν από τη θολωτή του πόρτα και οι φωνές τους, οι προσταγές στα ζώα τους, ανακατεμένες με τον ρυθμικό θόρυβο του πέτρινου τροχού που έλιωνε τις ελιές, δημιουργούσαν ατμόσφαιρα ξεσηκωμού.
Κωνσταντίνα Γεωργάκη, Σόρα Κάτε
Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2007
Στο τζάκι της γιορτής
Όταν έφτιαχναν το λάδι στο λιτρουβειό οι νοικάρυδες, έπαιρναν ένα μέρος από το κατάλοιπο της εκπίεσης. Το κρατούσαν για γιορτινές μέρες, έριχναν λίγο στο τζάκι και -χάρη στα κατάλοιπα του λαδιού- έβγαζε φλογίτσες, λάμπρυνε τη φωτιά, χαιρόσουν να το βλέπεις. Έκανε μικρά σκαρίσματα, μικρούς χαρούμενους θορύβους κι έδινε μια αίσθηση γιορταστική.
Σκασολιές
Αρσενία Βρεττού, Βαυκερή
Διαλέγουμε μικρές, πράσινες ελίτσες και τις τσακίζουμε με πέτρα. Τις βάζουμε μέσα σε ευρύχωρο δοχείο με νερό, ίσια ίσια να βραχούν. Προσθέτουμε λίγη στάχτη, που τις βοηθάει να γίνουν γρήγορα. Ανακατεύουμε καλά. Τις αφήνουμε μία μέρα και μετά τις πλένουμε καλά με ζεστό νεράκι, τις απλώνουμε σε ταψιά, πασπαλίζουμε ρίγανη και τις βάζουμε για λίγο στο φούρνο, ίσια να ζεσταθούν. Τρώγονται μετά από μία εβδομάδα. Είναι γλυκές και στεγνές.
Από το βιβλίο Λευκαδίτικα Μαγειρέματα, Eύη Βουτσινά, Fagottobooks