Οκτώβριος 31, 2024

Σε παλιότερες εποχές όμως, σε ορισμένα στέκια του παζαριού υπήρχαν και άλλοι άστεγοι βιοπαλαιστές, όπως για παράδειγμα, πριν κάμποσα χρόνια, ο μαστρο-Αναστάσης Μπόρσας, γνωστός και ως Λιαλιαράς, ο οποίος επαγγελλόταν τον μπαλωματή, δηλαδή τον επιδιορθωτή υποδημάτων.

Αναλόγως την ώρα της ημέρας ή την εποχή χρησιμοποιούσε δύο πόστα, το ένα απέναντι από το άλλο. Έτσι, όταν ο ήλιος ήταν αναγκαίος για τη χειμερινή θαλπωρή αλλά και γι ανα στεγνώσουν τα προς διόρθωση υποδήματα, η θέση του στο πεζοδρόμιο ήταν μπροστά από το επισκευαστήριο ραδιοφώνων του Βαλέριου, που καταλάμβανε τη δεξιά γωνία του ισογείου του Σταυρέικου σπιτιού, απέναντι από τη σημερινή Εθνική Τράπεζα. Όταν όμως το καλοκαίρι η σκιά ήταν επιβεβλημένη, τότε το «κατάστημα» μεταφερόταν ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά από το κατάστημα κιγκελαρίας του Σκεπετάρη.

Το υπαίθριο κατάστημα, εκτός από το σκαμνάκι-κάθισμα, αποτελούταν από ένα χαμηλό τραπεζάκι-πάγκο διαστάσεων 0,60 x 0,60 μ. περίπου, του οποίου η επιφάνεια ήταν χωρισμένη σε μικροχώρους, όπου αναπαύονταν τα πεταλάκια, οι ξυλόπρογκες, τα σπραγκάκια (ακέφαλα και μη), ο τσαγκαρόσπαγγος κ.ά. ενώ στα πλάγια κρέμονταν οι φαλτσέτες, οι βούρτσες, τα τσαγκαροσούβλια και μερικά καλαπόδια. Επίσης δεν έλειπαν τα ψίδια (κομμάτια πετσιού και σολοδέρματος), τα βάζα με τα βερνίκια και βερνικογυάλια, δηλαδή μπουκαλάκια με ρευστή βαφή. Ασφαλώς οι παλιότεροι θα θυμούνται τη μπιάνκα, δηλαδή το λευκό ρευστό βερνικόχρωμα. Φυσικά, ολόκληρος ο εξοπλισμός έκλεινε με το... αμόνι, που πάνω του καρφώνονταν οι σόλες.

Εξυπακούεται ότι, όταν το μαγαζί έκλεινε, κανένα από τα παραπάνω σύνεργα δεν έπρεπε να μείνει στη θέση του για ευνόητους λόγους. Στην προσπάθειά του ο μαστρο-Αναστάσης να γλυτώσει το μαγαζάκι του από την πρωινή επιδρομή του εθίμου της Διάνας μετέφερε τον πάγκο του και το καρεκλάκι του στο βάθος του αδιεξόδου καντουνιού, που βρίσκεται στο πλάι και ανατολικά του Σταυρακέικου σπιτιού.

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Βαγενά «Πάτρια Ίχνη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fagotto books.