« Η Εξάνθεια, ο Δρυμώνας, καθώς και η Βαυκερή και τα Πλατύστομα, ήταν τα χωριά με τα εκλεκτά σταφύλια. Τα αμπέλια ήταν φυτεμένα σε αμμώδεις πλαγιές, άνυδρα εδάφη, και ήταν φημισμένα ».
«Γιωματάρι
Κρασί αδρύ, ανέρωτο και λίγο στυφό. Φκιάνοταν ως εξής: Κατά το πάτημα των σταφυλιών, ο μούστος μεταφερόταν στα βαγένια μαζί με τα τσίπουρα· κι αυτό για να ζυμωθεί, για να βράσει ο μούστος. Μετά το βράσιμο τραβούσαν το έτοιμο πλέον κρασί, που λέγονταν γιωματάρι ή κεφαλιακό. Κατόπιν έστυβαν τα τσίπουρα στο τρόκολο και έφκιαναν το γνωστό λάγκερο. Το κεφαλιακό γινόταν από σταφύλια της ποικιλίας βαρτζαμί και είναι γνωστό μαύρο αγιομαυρίτικο κρασί. Οι παλιοί αμπελουργοί έριχναν και κάμποσο γύψο κατά το πάτημα των σταφυλιών, για να πάρει χρώμα. Το κρασί αυτό, σχεδόν πάντα, προοριζόταν για το εμπόριο. Στο τραπέζι το παρουσίαζαν μονάχα στις μεγάλες γιορτές ή φιλοξενίες.
Λάγκερο
Ελαφρό κρασί που έβγαινε από τα τσίπουρα του βαρτζαμιού-που έτσι κι αλλιώς θα τα πετούσαν με το τραβεζάρισμα. Στο σπίτι του χωριού το 'πιναν μικροί και μεγάλοι, γιατί ήταν πολύ ελαφρό κρασί. Είναι ο «στεμφυλίας οίνος», ο «λάκυρος οίνος» των αρχαίων. Το λάγκερο έβγαινε με στύψιμο των τσίπουρων που έμεναν στα βαγένια μετά το βράσιμο του μούστου, που γίνοταν γιωματάρι. Το στύψιμο γινόταν στο χειροποίητο και χειροκίνητο πιεστήριο, το τρόκαλο. Λάγκερο έχομε και πρώτο και δεύτερο. Το πρώτο ήταν ανέρωτο, το δεύτερο νερωμένο».
Πανταζής Κοντομίχης,
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος,
Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2005
Μυρωδάτο λάγκερο
«Το λάγκερο το πίναμε στο σπίτι. Ήταν πολύ ελαφρύ, νερόκρασο μπορείς να πεις. Εμείς, όταν θέλαμε να ''πλακώσουμε'' τα τσίπουρα για να μείνουν κάτω, δεν βάζαμε σπάρτα, βάζαμε κλωνάρια από μάραθο. Την εποχή του κρασιού ο μάραθος είχε ξεραθεί και είχε σπόρο. Αυτό έδινε ένα λεπτό και ωραίο άρωμα στο λάγκερο. Το πίναμε ευχάριστα. Όταν τελείωνε και το λάγκερο, τα τσίπουρα δεν τα πετούσαμε, τα βάζαμε στα χωράφια για λίπασμα».
Μαρτυρία Ασημίνας Ζαβιτσάνου, από τον Κάβαλο
Εξαγωγικό εμπόριο
«Η οικογένεια μου, ο παππούς και ο πατέρας μου, ασχολούνταν με το εμπόριο. Μετέφεραν το κρασί το λευκαδίτικο από το βαρτζαμί στην Ιταλία και τη Γαλλία, όπου το χρησιμοποιούσαν για χρώμα. Τότε (1900, 1920) δεν υπήρχαν τεχνητές ουσίες και έβαζαν το κρασί αυτό για να βάψουν ανοιχτόχρωμα κρασιά. Το κρασί το έβαζαν σε βαρέλια και το μετέφεραν με πλοία στις χώρες του προορισμού του. Ο πατέρας μου ταξίδευε συχνά στην Ευρώπη για τις δουλειές του και η μητέρα μου πήγαινε μαζί του. Έφερναν απίστευτα πράγματα από αυτά τα ταξίδια-πολλά απ' αυτά τα έχω ακόμα, όπως αυτό το μικρό εργαλείο που καθαρίζεις τις πατάτες, που τότε ήταν εντελώς άγνωστο εδώ, δεν το είχε ξαναδεί κανείς».
Μαρτυρία Τζένης Τζεβελέκη, από τη Λευκάδα
Δύναμη και τέχνη
«Με τον άντρα μου πηγαίναμε μαζί στα αμπέλια. Εκείνος έσκαβε κι εγώ κλάδευα. Το σκάψιμο θέλει δύναμη, ειδικά στο αμπέλι. Το κλάδεμα θέλει τέχνη. Δηλαδή κάθε κλήμα, ανάλογα με το είδος του, πρέπει να κλαδευτεί. Στο βαρτζαμί, ας πούμε, αφήνεις δυο-τρια μάτια στη βέργα, ενώ στο ραζακί αφήνεις και πέντε και έξι, γιατί το κλήμα τόσα μπορεί να θρέψει. Αν αφήσεις περισσότερα θα ξεραθούν, αν αφήσεις λιγότερα θα χάσεις το διάφορο».
Μαρτυρία Κρυσταλλίας Γράψα, από την Εξάνθεια
Εμπόριο
«Φτωχοί όμως πολύ οι Κομηλιώτες, γιατί δεν είχαν τα προϊόντα του Αγίου Πέτρου, το άφθονο λάδι και τη σταφίδα, εδώ το λίγο λάδι, λίγο στάρι και λίγα όσπρια έφθαναν δεν έφθαναν για να βγάλουν τη χρονιά. Κύριο προϊόν τους το βαθύ κόκκινο κρασί, το βαρτζαμί, που έφευγε για το βάψιμο των κρασιών της Γαλλίας. Γέμιζαν τ' ασκιά, φτιαγμένα από γιδοτόμαρο, τα έδεναν σφιχτά στο λαιμό, τα φόρτωναν στο κάρο, αν ήσαν πολλά, ή σε άλογο ή σε μουλάρι ή γάιδαρο, ανά ένα από κάθε πλευρά, και τα κατέβαζαν στη Βασιλική, περνώντας από τον Άγιο Πέτρο. Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν παρά πάνω από δύο ώρες. Εκεί το παρελάμβαναν οι έμποροι, που τους το πλήρωναν κατά την ψυχή τους. Ψώνιζαν από τα μαγαζιά της Βασιλικής κι επέστρεφαν είτε πάλι με τα πόδια είτε καβάλα, εξηρτάτο από το τι είχαν να μεταφέρουν. Το πράγμα διορθώθηκε όταν δημιουργήθηκε το Ταμείο Οινοπαραγωγής Λευκάδας (ΤΑ.Ο.Λ.), οπότε το κλιμάκιο που ανέβαινε στο χωριό από την πόλη τα 'παιρνε ως σταφύλια για να γίνει η οινοποίηση στο εργοστάσιο, και τα μετέφεραν με το αυτοκίνητο μέσα στα μεγάλα καλάθια ή ασκιά».
Σμύρνη Μαραγκού,
Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου,
Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1989
Από το βιβλίο Λευκαδίτικα Μαγειρέματα, Eύη Βουτσινά, Fagottobooks