Δεκέμβριος 30, 2021

Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς
Το δωμάτιο ήταν ζεστό και στρωμένο με κουρελούδες. Μύριζε σέλινο από τη σούπα που κόχλαζε στη μεγάλη κατσαρόλα...Η κυρά Λισσάβω γέμισε τα πήλινα πιάτα της μέχρι επάνω με την αυγοκομμένη κοτόσουπα. Στο τραπέζι έβαλαν μεγάλες φέτες δικό τους ψωμί, που μύριζε προζύμι και τυρί που έπηζαν οι ίδιοι, καθώς και τα κομμάτια της βρασμένης κότας. Καθένας είχε το δικό του ποτήρι με μαύρο κρασί. Η Σόρα Κάτε με τη γλυκιά χαμηλή φωνή της ζήτησε από τον Κύριο των Δυνάμεων να ευλογήσει «την βρώσιν και την πόσιν μας».(...) Το κρασί με είχε ζαλίσει και ένιωθα τόσο ανάλαφρη σαν να μην είχα σώμα. Ένα κύμα χαράς μας ταξίδευε όλους σε άγνωστες θάλασσες. Γελούσαμε και κοιταζόμασταν στα μάτια. Ρολόι δεν υπήρχε και τα ζωντανά είχαν λουφάξει απ΄τη νεροποντή. Ο ουρανός ήταν πιασμένος και δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε την ώρα από τη θέαση των άστρων. Έτσι υποδεχθήκαμε τον καινούργιο χρόνο στην τύχη και χαθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου...
Κωνσταντίνα Γεωργάκη, Σόρα Κάτε,
Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2007

Λαδόπιτα ή Χουσμερή

Αυτό είναι το πιο κοινό γλυκό σε ολόκληρο το νησί· το φτιάχνουν σε χαρές, σε γιορτές, σε πανηγύρια. Το φτιάχνουν και την Πρωτοχρονιά, οπότε το λένε Βασιλόπιτα, αλλά και στους γάμους, οπότε το ονομάζουν Γαμόπιτα. Πρόκειται για ένα χαλβά αλευρένιο, ο οποίος στη συνέχεια ψήνεται στο φούρνο. Περιέχει λάδι και αλεύρι, ενώ γλυκαίνει με πεκιμέζι, μέλι ή ζάχαρη. Έτσι προσδιορίζεται ως πεκιμεζόπιτα, μελόπιτα ή ζαχαρόπιτα. Η διαδικασία παρασκευής είναι ίδια, διαφέρει μόνο η αναλογία του γλυκού λόγω της διαφορετικής σύστασης των υλικών.

Η λαδόπιτα, αν φτιαχτεί από καλό χέρι, είναι πραγματικά εξαιρετική. Χρειάζεται προσήλωση στις λεπτομέρειες της διαδικασίας για να πετύχει το καλό αποτέλεσμα. Η καταγωγή της χουσμερής είναι από την αγροτική Λευκάδα, που το λάδι ήταν από την οικογενειακή παραγωγή. Οι κάτοικοι της πόλης αγόραζαν το λάδι -που πάντα ήταν πολύτιμο και ακριβό- αλλά τα νεότερα χρόνια, μετά τον πόλεμο, υιοθέτησαν τη χουσμερή κυρίως για Πρωτοχρονιά. Για του λόγου το αληθές σημειώνω ότι ακόμα και πολύ ικανές νοικοκυρές δεν «τζενεύονταν» αυτό το γλυκό (δεν είχαν την απαιτούμενη επιτηδειότητα να το φτιάξουν). Έτσι παρακαλούσαν γειτόνισσες ή συγγένισσές τους, που κατάγονταν από τα χωριά, να τους φτιάξουν την πίτα. Η μανα μου, που ήρθε στη Χώρα νύφη από τον Κάβαλο και ήταν μαστόρισσα του είδους, μια χρονιά έφτιαξε δεκαεπτά πίτες σε γειτονικά σπίτια.

Χουσμερή
«Στο σπίτι μας είχαμε δύο μεγάλα σινιά (ταψιά). Σ' αυτά έφτιαχνε η μάνα μου για την Πρωτοχρονιά την πίτα. Το ένα ταψί ήταν η λαδόπιτα όπως την κάνουν στα χωριά με λάδι, και στο σιρόπι είχε μέλι ή πετιμέζι ανακατεμένο με ζάχαρη. Στο άλλο σινί έφτιαχνε την ίδια πίτα με βούτυρο. Αυτήν λέγαμε χουσμερή εδώ στην πόλη. Οι αναλογίες ήταν ίδιες, αλλά αυτή είχε μόνο ζάχαρη κι ήταν άσπρη ή, μάλλον, ξανθή».
Μαρτυρία Άννας Νικοδήμου, από τη Λευκάδα

Για την καλοχρονιά
«Στο χωριό μας βάζουμε πολλές κουτσούνες την Πρωτοχρονιά. Τις λέμε 'Βασιλίτσες' και τις τοποθετούμε στο σπίτι, στην πίλα (πέτρινο αποθηκευτικό σκεύος καμωμένο από πελεκητή μαλακιά πέτρα) με το λάδι, στο σιτάρι, στα κτήματά μας, στα αμπέλια, σε όλα. Έβαζε ο καθένας τις δικές του τις κουτσούνες σε καλαθάκι και τις πηγαίναμε στην εκκλησία να διαβαστούν και μετά τις βάζαμε στη θέση τους».
Μαρτυρία Βασίλως Πολίτη, από τη Βασιλική

Η Βασιλίτσα
«Στον Άγιο Πέτρο, την κουτσούνα που βάζουμε στο σπίτι την Πρωτοχρονιά για το γούρι, τη λένε Βασιλίτσα και την τοποθετούσαν πάνω στο βαρέλι με το λάδι».«Τα κοκαλάκια και τα ψίχουλα από τα τραπέζια του Δωδεκάμερου, μαζί μ' ένα μικρό μπουκαλάκι αγιασμό που παίρνουμε τα Φώτα, τα πηγαίνουμε στα αμπέλια και τα θάβουμε σε βολιούς (σ.σ. σωρούς από πέτρες) ή στις λιθιές. Αυτό το κάνουμε για να προστατέψουμε τα αμπέλια από το σκαθάρι».

Ομάδα πληροφορητριών από τον Άγιο Πέτρο

Γούρι για το Νέον Έτος
Κάθε σπίτι φρόντιζε από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να προμηθευτεί την κουτσούνα για το γούρι του σπιτιού. Στα χωριά τις μαζεύουν μόνα τους τα παιδιά από την εξοχή, αλλά στην πόλη τις πουλούσαν. Και ο ελαιώνας ήταν γεμάτος απ΄αυτές τις αγριοκρεμμύδες. Παλιότερα, μέχρι το '60 περίπου, που δεν είχε ακόμα τρεχούμενο νερό στα σπίτια, οι νοικοκυρές ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς να πάρουν νερό χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν. Το αμίλητο νερό θεωρούνταν γούρικο για το σπιτικό -να τρέχουν όλα τα καλά όπως τρέχει το νερό. Τώρα μου λένε μερικές από τις πληροφορήτριες, πηγαίνουν σε σπίτια για να κάνουν ποδαρικό αυτές που θεωρούνται καλογούρικες, κρατώντας ένα μπουκάλι νερό και μια πέτρα. Την πέτρα τη συναντάμε και σε άλλα μέρη, όπως και στη Λευκάδα, ως σύμβολο της γεροσύνης, της υγείας. Αλλά και το αμίλητο νερό είναι πανελλήνια συνήθεια.